-
1 зарубежный
-
2 зарубежный
зарубежн||ыйприл ξένος, ἐξωτερικός, ἀλλοδαπός:\зарубежныйая печать ὁ ξένος τύπος, ὁ τύπος τοῦ ἐξωτερικοῦ. -
3 зарубежный
επ. ο έξω των συνόρων, εξωτερικός, ξένος•-ые страны οι ξένες χώρες•
-ая печать ο τύπος του εξωτερικού•
-ые гости οι. φιλοξενούμενοι, του εξωτερικού.
-
4 покупатель
ο αγοραστ/ής, ο πελάτηςвозможный - πιθανός -, ενδεχόμενος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покупатель